- ξεμαύλισμα
- 1) corruption2) debauchery
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ξεμαύλισμα — το [ξεμαυλίζω] εκμαυλισμός … Dictionary of Greek
ξεμαύλισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεμαυλίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)